πενθήμερος

πενθήμερος
και πενταήμερος, -η, -ο / πενθήμερος και πεμπάμερος και πεμπτάμερος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που διαρκεί πέντε ημέρες
2. φρ. «κατά πενθήμερο(ν)» — κάθε πέντε μέρες ή μια φορά κάθε πέντε μέρες
νεοελλ.
το πενθήμερο
α) χρονικό διάστημα πέντε ημερών
β) (κατ' επέκτ.) εργάσιμη εβδομάδα πέντε ημερών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + ἡμέρα. Ο τ. πενταήμερος μαρτυρείται από το 1830 στον Κ. Οικονόμο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πενθήμερος — of five days masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενθήμερος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί πέντε μέρες. 2. ως ουσ., πενθήμερο, το χρονικό διάστημα πέντε ημερών, πενθημερία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πενθήμερον — πενθήμερος of five days masc/fem acc sg πενθήμερος of five days neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενθημέρου — πενθήμερος of five days masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενθημέρους — πενθήμερος of five days masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πενθημέρων — πενθήμερος of five days masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυθήμερος — αὐθήμερος, ον (Α) 1. αυτός που συμβαίνει ή συντελείται μέσα στην ίδια ημέρα 2. (για λόγους και ομιλίες) πρόχειρος, αυτοσχέδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο + ήμερος) < ημέρα (πρβλ. εφήμερος, πενθήμερος κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • πεμπάμερος — ον, Α βλ. πενθήμερος …   Dictionary of Greek

  • πεμπτάμερος — ον, Α βλ. πενθήμερος …   Dictionary of Greek

  • πενθημερία — η, ΝΑ [πενθήμερος] 1. εργασία, μόχθος πέντε ημερών ή μισθός, αμοιβή για εργασία πέντε ημερών 2. χρονικό διάστημα πέντε ημερών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”